- αναπίεσμα
- Μηχάνημα στο αρχαίο ελληνικό θέατρο με το οποίο ανέβαιναν από τα υποσκήνια στη σκηνή οι ηθοποιοί που παρίσταναν ζωντανά πρόσωπα, ανάλογο με τους σημερινούς καθέκτες (τραμπουκέτα).Ιδιαίτερα το χρησιμοποιούσαν οι ηθοποιοί που υποδύονταν δευτερεύουσες θεότητες (Ερινύες κ.ά.), οι οποίοι δεν εμφανίζονταν με τη μηχανή. Όπως αναφέρει ο Πολυδεύκης, υπήρχαν δύο α.: το πρώτο ανέβαινε μέχρι τη σκηνή και το δεύτερο μέχρι τα σκαλοπάτια. Φυσικά, το α. χρησίμευε και για την εξαφάνιση προσώπων ή πραγμάτων από τη σκηνή, κατά τη διάρκεια της παράστασης.
Στο νεότερο θέατρο, α. λέγεται το κινητό μέρος από το δάπεδο της σκηνής το οποίο, με τη βοήθεια ειδικού μηχανισμού από σχοινιά και αντίβαρα, ανεβοκατεβαίνει ανάλογα με την περίσταση και εμφανίζονται έτσι ξαφνικά πάνω στη σκηνή, ή εξαφανίζονται από αυτή, πρόσωπα ή πράγματα. Στο μέρος αυτό της σκηνής υπάρχει ξεχωριστό σανίδωμα (coulisseau), το οποίοελευθερώνει ή κλείνει το άνοιγμα ανάλογα με την κίνηση του α.
* * *ἀναπίεσμα, το (Α)μηχάνημα τού αρχαίου ελληνικού θεάτρου, με το οποίο ανέβαζαν πρόσωπα ή πράγματα στη σκηνή.
Dictionary of Greek. 2013.